πολυσπάστου

πολυσπάστου
πολύσπαστος
drawn by many cords
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… …   Dictionary of Greek

  • μάννα — Ονομασία τροφής την οποία, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, έστειλε ο Θεός στους Εβραίους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά. Λέγεται ότι η λέξη προήλθε από τη φράση «μαν χου» (= τι είναι αυτό;) με την οποία υποδέχτηκαν οι Ιουδαίοι τη θεϊκή… …   Dictionary of Greek

  • πίρος — (I) και πείρος, ο, Ν 1. ξύλινος ή μεταλλικός γόμφος 2. το βλήτρο, κν. μπουλόνι, που χρησιμεύει ως άξονας τροχαλίας ή πολύσπαστου 3. πώμα ή στρόφιγγα ξύλινου βαρελιού 4. ξύλινο βύσμα που κλείνει ερμητικά την οπή που βρίσκεται στο δάπεδο μιας… …   Dictionary of Greek

  • σερνάμενος — η, ο, Ν 1. αυτός που σέρνεται 2. το ουδ. ως ουσ. το σερνάμενο α) ναυτ. το αγόμενο συσπάστου ή πολυσπάστου β) ερπετό 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σερνάμενα ναυτ. η επιχειρία τού σκάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. φωνής τού σέρνω σχηματισμένη κατά… …   Dictionary of Greek

  • σύσπαστο — το, Ν τεχνολ. απλή μορφή πολυσπάστου που αποτελείται από μια ακίνητη και μια κινητή τροχαλία και χρησιμοποιείται για την ανύψωση αντικειμένων, κν. παλάγκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού ρηματ. επιθ. συσπαστός / σύσπαστος] …   Dictionary of Greek

  • ακροσύρτης — Σύστημα για την ανύψωση και μετατόπιση φορτίων. Χρησιμοποιείται κυρίως από τους ναυτικούς για τη φόρτωση των πλοίων. Λέγεται και καβοσύρτης. Πρόκειται για ειδικό πολύσπαστο, του οποίου η κινητή τροχαλία συνδέεται με την οδηγό τροχαλία ενός άλλου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”